Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
βυθισμός — ο (AM βυθισμός) [βυθίζω] η καταβύθιση νεοελλ. φρ. «ο βυθισμός του λόγου» η βαθιά σκέψη … Dictionary of Greek
βυθισμόν — βυθισμός sinking masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)